Συνέντευξη στην εφημερίδα "Εποχή" (3 Φεβρουαρίου 2019) - στον Σπύρο Αραβανή
Το αινιγματικό κίνητρο μιας υπαρξιακής αναζήτησης
Με αφορμή τη συγκεντρωτική έκδοση «Δάνειος χρόνος» από τις εκδόσεις Μανδραγόρας
Ο κοινωνιολόγος Lewis Coser είχε γράψει, το 1963, πως «ο κοινωνιολόγος που αγνοεί τη λογοτεχνία είναι καταδικασμένος να είναι... κακός κοινωνικός επιστήμονας». Στην περίπτωση του Νίκου Φωτόπουλου, επίκουρου καθηγητή Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, αυτή η ρήση βρίσκει την εφαρμογή της από την αντίστροφη πλευρά. Πριν λίγο καιρό, κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Μανδραγόρας η συγκεντρωτική έκδοση «Δάνειος χρόνος», η οποία περιλαμβάνει όλες τις ποιητικές συλλογές που εξέδωσε μέχρι σήμερα, σε βάθος εικοσαετίας.
Tη συνέντευξη πήρε ο Σπύρος Αραβανής
Όταν κρατήσατε στα χέρια σας τη συγκεντρωτική έκδοση μιας ποιητικής σοδειάς είκοσι χρόνων, ποια ήταν τα πρώτα συναισθήματα; Η ποίηση σάς δάνεισε το χρόνο της ή εσείς της δανείσατε το δικό σας;
Αναμφίβολα ένιωσα ιδιαίτερα. Σκεφτόμουν καιρό για το αν πρέπει να εκδοθούν συγκεντρωτικά τα ήδη δημοσιευμένα ποιήματα μιας εικοσαετίας, αλλά μετά και την παρότρυνση των εκδόσεων «Μανδραγόρας» το έπραξα με απόλυτη σιγουριά. Επιπροσθέτως, τόσο το βελούδινο ίχνος της Λίνας Νικολακοπούλου στον πρόλογο της έκδοσης, όσο και το εικαστικό έργο του ζωγράφου Γιάννη Παπαγιάννη, με αφορμή ένα μουσικό έργο του Ιάνη Ξενάκη, στο εξώφυλλο, επισφράγισαν με τον πιο αισθαντικό τρόπο το εγχείρημα. Πραγματικά νιώθω πως έδωσα μια ευκαιρία στα ποιήματά μου να επικοινωνήσουν εκ νέου με τον κόσμο και κυρίως να διαφανεί η αθόρυβη συνέχεια μιας πολύχρονης προσπάθειας. Ωστόσο, ο τίτλος «Δάνειος χρόνος» ακριβώς πάνω σε αυτό που με ρωτάτε ακροβατεί. Όταν αισθάνεσαι πως «ο χρόνος δεν σου ανήκει», ενδεχομένως η ποίηση να είναι το πιο πρόσφορο σύμπαν για να αναμετρηθείς με τις αινιγματικές διαστάσεις αυτού του φαινομένου, όχι τόσο με τη φιλοσοφική ή την επιστημονική άποψη, αλλά με γνώμονα τον ίδιο τον άνθρωπο.
Μιλώντας με όρους κοινωνιολογίας, όπως είναι και το ακαδημαϊκό σας υπόβαθρο, στην περίπτωση της ποιητικής δημιουργίας το κληρονομημένο πολιτισμικό κεφάλαιο, κατά Bourdieu, δεν αρκεί για να κάνει κάποιον ποιητή. Εξ όσων γνωρίζω, ισχύει και στη δική σας περίπτωση, έτσι;
Μιας και αναφέρεστε στον Βourdieu συμφωνώ απόλυτα με τη θεωρία του «πολιτισμικού κεφαλαίου». Την διδάσκω και την αξιοποιώ θεωρητικά και ερευνητικά στην προσπάθεια ερμηνείας και αντιμετώπισης των εκπαιδευτικών και κοινωνικών ανισοτήτων. Ωστόσο, μιας και μιλάμε για την ποίηση, είναι προφανές πως το κληρονομημένο «πολιτισμικό κεφάλαιο» δεν αρκεί από μόνο του για να γίνει κάποιος ποιητής. Παρόλα αυτά ο «βιόκοσμος», η οικογενειακή προέλευση, ο κοινωνικός περίγυρος, οι ταξικές καταβολές κ.ά., διαμορφώνουν τα «καύσιμα» του καθενός, γεγονός που προσδιορίζει σε μεγάλο βαθμό την κοινωνική του τροχιά καθώς και την «περιήγησή» του στα συστημικά πεδία των κοινωνικών ιεραρχήσεων. Μιας και με ρωτάτε όμως για τη δική μου περίπτωση, η σχέση μου με την ποίηση υπήρξε παράγωγο μιας κοπιώδους και αμφίθυμης προσπάθειας, η οποία ούτε ευδοκίμησε αυτονόητα ούτε ευνοήθηκε ευθέως από το «κληρονομημένο πολιτισμικό κεφάλαιο». Μεγάλωσα στην Αμαλιάδα με όλες τις δυσκολίες μιας μέσης οικογένειας της δεκαετίας του ’70 στην ελληνική επαρχία. Ερχόμενος στην Αθήνα για να σπουδάσω, εκτός από την αγάπη των δικών μου, πήρα στις αποσκευές μου την περηφάνεια και το όνειρο των απλών και λαϊκών ανθρώπων της γειτονιάς και της πόλης μου για ένα καλύτερο αύριο. Πέρα όμως από την ακαδημαϊκή πορεία η οποία αναπτύχθηκε σε βάθος χρόνου και φυσικά εξελίσσεται, η θητεία στην ποίηση προηγήθηκε ως στάση ζωής και προέκυψε κυρίως μέσα από το αινιγματικό κίνητρο μιας υπαρξιακής αναζήτησης, η οποία ενστικτωδώς με έφερε κοντά σε πνευματικούς ανθρώπους, ιδεολογικούς χώρους, αλλά και διανοητικά περιβάλλοντα που είχαν τις τέχνες και τα γράμματα ως βασικούς κώδικες επικοινωνίας.
Εξετάζοντας τις πέντε συλλογές που εμπεριέχονται στην έκδοση, θα έλεγα ότι η εργαλειακή ορθολογικότητα της επιστήμης δεν βρίσκει χώρο μέσα στην ποίησή σας, μολονότι η πρώτη αποτελεί καθημερινή σας απασχόληση. Θυμάμαι, εδώ, τον συνθέτη Δημήτρη Παπαδημητρίου ο οποίος μου έλεγε πως κάτω από τα γραφειοκρατικά χαρτιά, την περίοδο που ήταν διευθυντής της ΕΡΤ, έκρυβε τις παρτιτούρες του… Εσείς πώς διαχειρίζεστε την έμπνευση;
Πράγματι, κατανοώ απόλυτα την εξομολόγηση του Δημήτρη Παπαδημητρίου. Δεν σας κρύβω πως κάποιες φορές έχω νιώσει άβολα μέσα στη συμβατικότητα, το φορμαλισμό και τη γραφειοκρατία τόσο του ακαδημαϊκού χώρου όσο και του ακαδημαϊκού λόγου. Για να μην είμαι όμως μονομερής αυτό δεν συμβαίνει μόνο στο πανεπιστήμιο. Συμβαίνει σε κάθε περίσταση που αισθάνεσαι πως ηγεμονεύει μια εργαλειακή αντίληψη για τη ζωή, ενώ εσύ νιώθεις πως χάνεται η ουσία του κόσμου σου, μη μπορώντας να κάνεις τίποτα γι’ αυτό. Εκεί αρχίζει για μένα η πρόκληση της δημιουργίας. Πιστεύω πως μέσα μας συγκρούονται «η αρχή της πραγματικότητας» με την «αρχή του ονείρου». Όσο θα υπάρχει η πιεστική ανάγκη του ρεαλισμού άλλο τόσο θα γεννιέται ενστικτωδώς η δύναμη αναζήτησης μιας άλλης, εναλλακτικής και ονειρικής διάστασης της πραγματικότητας. Γι’ αυτό όπως έγραφε και ο Νίκος Καρούζος: «Μόνον αυτοί που τρέφουν όνειρα, απολαμβάνουν την πραγματικότητα».
Στις μέρες μας η ιδιότητα του ποιητή θεωρώ ότι έχει αποκτήσει μιαν ακόμα ιδιαίτερη διάσταση, αυτή του μέσου κοινωνικής κινητικότητας, μιας ταξικής, δηλαδή, αναρρίχησης (όπως διαφαίνεται από την προβολή στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τις δεκάδες εκδηλώσεις, τα δεκάδες βραβεία κ.ά.), σε αναντιστοιχία όμως με την ποιότητά της και κυρίως με την πυρηνική της φύση, που είναι η ανάγκη για δημιουργία και έκφραση. Συμφωνείτε με την παρατήρησή μου;
Συμφωνώ με το ότι σήμερα υπάρχει μια έντονη κινητικότητα γύρω από την ποίηση και γενικότερα από τη λογοτεχνία, η οποία συνδέεται κυρίως με το «φαίνεσθαι». Δίπλα σε αυτό αναπτύσσεται ένας κύκλος δημοσίων σχέσεων ο οποίος καλλιεργείται με μια στυγνά χρησιμοθηρική λογική, που τεκμηριώνεται περισσότερο σε πρακτικές ναρκισσισμού και κοινωνικής προβολής και λιγότερο σε διαδικασίες χειραφέτησης των αισθήσεων, αληθινά αισθήματα, αυθεντικές καταθέσεις που προεκτείνουν τα ανθρώπινα όρια της δημιουργίας. Αυτό με ενοχλεί και πολλές φορές με καθιστά επιφυλακτικό και αμήχανο.
Η ενότητα «Η γεωμετρία μιας αθέατης γενιάς», από τη συλλογή σας «Αίνιγμα της λαβωμένης μνήμης», έδωσε τον τίτλο στην «Ανθολογία της γενιάς του ’90» που είχε κυκλοφορήσει από τον Μανδραγόρα. Ποια είναι αυτά τα χαρακτηριστικά της δικιάς σας ποιητικής γενιάς;
Αν και αντιλαμβάνομαι την ανάγκη συστηματοποίησης και ταξινόμησης των ανθρώπων που γράφουν, τα ζητήματα αυτά κατά κανόνα απασχολούν περισσότερο τους κριτικούς της λογοτεχνίας ή τους μελετητές του είδους. Υπό την έννοια αυτή μάλλον δεν είμαι σε θέση να σας μιλήσω με σιγουριά για τα χαρακτηριστικά μιας «ανθρωπογεωγραφίας», που το έργο της βρίσκεται σε εξέλιξη και προφανώς η συμβολή της θα κριθεί στο μέλλον από απόσταση και με καθαρότερη ματιά.
«Στο Ευρετήριο των Χαμένων Ονομάτων/ Γράφω εκείνους που δεν γνώρισαν δικαιοσύνη/ πίνω την θλίψη τους γουλιά γουλιά/ και με τα ονόματα που χάθηκαν/ αποκοιμιέμαι», γράφετε σε ένα ποίημα. Φαντάζομαι η σημερινή εποχή έχει προσθέσει πολλά νέα ονόματα σε αυτό το Ευρετήριό σας…;
Ο καθένας μας έχει μέσα του ένα μικρό «Ευρετήριο Χαμένων Ονομάτων». Στη δική μου συλλογιστική τα «Ονόματα» θα συμβολίζουν πάντα ζωές, όνειρα, ανθρώπους, έρωτες, ιδέες, οράματα, τόπους κ.ά. που χάθηκαν χωρίς ποτέ να κατανοήσουμε «το πώς» ή «το γιατί», αφού η ανθρώπινη κατάσταση θα παραμένει το μέγα μυστήριο. Αναμφίβολα και για μένα υπάρχουν και έχουν προστεθεί πολλά χαμένα «Ονόματα» στο εσωτερικό μου «Ευρετήριο». Ωστόσο, όλα αυτά που χάθηκαν οφείλουμε να μην τα ξεχάσουμε ποτέ. Είναι ο πυρήνας της ύπαρξής μας. Υπό την έννοια αυτή, στη μνήμη, ιδιαίτερα σε δύσκολες εποχές, όπως η δική μας, κάτω από συγκεκριμένες προϋποθέσεις, ενδεχομένως να κρύβονται οι θησαυροί του μέλλοντος. Αν δεν ερμηνεύσουμε το είδος μας στην ολότητά του και κυρίως τα λάθη του παρελθόντος του, μάλλον δεν θα μπορέσουμε ποτέ να το απελευθερώσουμε από τον ανορθολογισμό, την καταπίεση, την εκμετάλλευση.
Τέχνη, καλλιτεχνική πρωτοπορία, ποίηση, γλώσσα, δημιουργική γραφή, μουσική και μελοποίηση, ιδεολογία, πολιτιστικές βιομηχανίες, πολιτισμός, ηθική, πολιτική, αλλοτρίωση και χειραφέτηση αποτελούν μερικά μόνο από τα βασικά ζητήματα τα οποία ξεδιπλώνονται στο εν λόγω βιβλίο, στο πλαίσιο μιας ανοικτής συνομιλίας με τον σημαντικό Έλληνα συνθέτη και δημιουργό Θάνο Μικρούτσικο.
Η ερμηνευτική προσέγγιση επιμέρους όψεων της συλλογιστικής του Θάνου Μικρούτσικου από δύο εν ενεργεία πανεπιστημιακούς δασκάλους, συγγραφείς και ποιητές αποσκοπεί ευθέως στην αναψηλάφηση και στην κριτική διερεύνηση ενός σχεδίου εξόδου από την υφιστάμενη πολιτισμική κρίση ως συνειδητής απάντησης απέναντι στην παγκοσμιοποιημένη βαρβαρότητα, στην ιδεολογική ηγεμονία του νεοφιλελευθερισμού, στην ακραία ανισότητα σε βάρος των κοινωνικά, οικονομικά και πολιτισμικά ασθενέστερων. Εν κατακλείδι, το εν λόγω βιβλίο επιχειρεί:
– να διαμορφώσει το ύφος μιας «δημιουργικής αντίστιξης» πάνω στις θέσεις του Θάνου Μικρούτσικου, μέσα από μια ουσιαστική και πολύωρη συνομιλία του δημιουργού με τους συγγραφείς
– να αναπτύξει έναν γόνιμο και εποικοδομητικό διάλογο με αφορμή βασικές θέσεις του δημιουργού
– να αναδείξει βασικές όψεις και παραμέτρους μιας σύγχρονης προβληματικής για την τέχνη, την κοινωνία και τον πολιτισμό
– να διαμορφώσει τους όρους ενός γόνιμου και κριτικού αναστοχασμού γύρω από θεμελιώδη και ανοικτά ζητήματα αισθητικής, θεωρίας και ιδεολογίας.
Μιλάμε με τον Νίκο Φωτόπουλο Ν.Φ και τον Τριαντάφυλλο Κωτόπουλο Τ.Κ με αφορμή το βιβλίο τους «Μιλώντας για την τέχνη, τον πολιτισμό, τη δημιουργική γραφή… με τον Θάνο Μικρούτσικο», εκδόσεις Πατάκη.
Πώς προέκυψε η ιδέα της συγγραφής του βιβλίου;
N.Φ: Η ιδέα για τη κοινή συγγραφή αυτού του βιβλίου προέκυψε στο διάλειμμα μιας διάλεξης του Θάνου Μικρούτσικου στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας, στο μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Δημιουργικής Γραφής, το Μάιο του 2014. Δεν ήταν η πρώτη φορά που ακούγαμε τον Θ.Μ να μιλάει, αφού εγώ προσωπικά είχα την τύχη να τον έχω γνωρίσει πολλά χρόνια πριν, από τον αγαπημένο μου δάσκαλο στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και σημαντικό αριστερό διανοούμενο Γιώργο Ρούση, προσωπικό φίλο του Θ.Μ. Η συγκίνηση που νιώσαμε όμως όταν ο Θ.Μ ανέλυε πτυχές της δουλειάς του σε σχέση με τον ποιητικό λόγο και τη δημιουργική γραφή, ήταν τόσο μεγάλη, που μαζί με το Τ.Κ νιώσαμε άμεσα την ανάγκη να συνεχίσουμε τη συζήτηση αυτή, πέρα από τα ακαδημαϊκά έδρανα. Χωρίς δεύτερη σκέψη, ορίστηκε η επόμενη συνάντηση και έτσι ακολούθησε μία περίοδος τριών χρόνων περίπου για να ολοκληρωθεί το εν λόγω, μικρό και συνάμα πυκνό και περιεκτικό πόνημα. Στην ουσία μάς δόθηκε η ευκαιρία να εντρυφήσουμε στην πνοή και την σκέψη ενός σημαντικού δημιουργού ο οποίος άνοιξε το σπίτι και την αγκαλιά του απλόχερα, δίνοντάς μας βήμα και πεδίο αναστοχασμού, πέρα από συμβάσεις και ακαδημαϊκές πειθαρχίες. Το πιο σημαντικό όμως είναι πως μέσα από τη συνεργασία αυτή, ανακαλύψαμε έναν σπουδαίο φίλο και δάσκαλο, γεγονός που ξεπέρασε ακόμα και τις ίδιες μας τις προσδοκίες.
-Το υλικό αντλήθηκε από συνεντεύξεις μαθήματά του Θάνου Μικρούτσικου στα μεταπτυχιακά της Δημιουργικής Γραφής;
Ν.Φ: Πράγματι. Το υλικό αντλήθηκε πρωτογενώς από τα μαθήματα του Θ.Μ και τις συνομιλίες που είχαμε μαζί του, και δευτερογενώς, μετά από επιλογή και ξεκαθάρισμα, από τη γραπτή επαναδιατύπωση ορισμένων σημείων που η προφορικότητα του λόγου δεν μπορούσε να αποδώσει όπως εμείς θέλαμε. Στην ουσία ακολουθήσαμε τη μεθοδολογία της «αντιστικτικής γραφής» υπό την έννοια πως, μέσα στη συζήτηση ο καθένας μας διατήρησε την αυτοτέλεια και τη διακριτικότητα των δικών του εργαλείων, στην προσέγγιση όμως κοινών θεμάτων και προβληματισμών. Ο στόχος όμως ήταν, να διαμορφωθεί μια αρμονική συνήχηση και να αποδοθεί μια συζήτηση με αυτούσια «αποσπάσματα λόγου» σε συνδυασμό με κοινωνιολογικές, σημειολογικές, πολιτικές, ιδεολογικές κ.ο.κ προεκτάσεις. Επιπροσθέτως, χρησιμοποιήσαμε και άλλα εργαλεία από το οπλοστάσιο των ποιοτικών προσεγγίσεων σε επίπεδο έρευνας και μεθοδολογίας, όπως «η κριτική ανάλυση λόγου» ή «η ανάλυση περιεχομένου» με βασικό πάντα άξονα την συλλογιστική του Θ.Μ. σε συγκεκριμένες και από κοινού επιλεγμένες θεματικές.
-Ποιες άλλες πτυχές του Θάνου Μικρούτσικου αναδεικνύονται εδώ μέσα από τις συνεντεύξεις;
Τ.Κ: Ο αναγνώστης θα έχει την ευκαιρία να γνωρίσει ένα διαφορετικό Μικρούτσικο. Και σπεύδω να διευκρινίσω πως δεν ομιλούμε για καμία λοξοδρόμηση από τον δρόμο που σταθερά έχει χαράξει εδώ και πενήντα (50) περίπου χρόνια. Στο απόγειο της πνευματικής και καλλιτεχνικής του ωριμότητας, ο Θάνος είναι ακόμα περισσότερο μαχητικός. Μαχητικός αλλά την ίδια στιγμή τόσο ξεκάθαρος και κατατοπιστικός σε θέματα τέχνης, πολιτισμού αλλά και πολιτικής. Και επιτρέψτε μου να προσθέσω πως είναι πιο γλυκός από ποτέ. Οργίζεται, παθιάζεται, οραματίζεται και σχεδιάζει χωρίς να γίνεται ποτέ μεγαλόσχημος και αποκρουστικά ηθικοδιδάσκαλος.
-Σε εποχή κυρίως ηθικής κρίσης τι σχέδιο εξόδου προτείνετε;
Τ.Κ: Την κρίση τη βιώνουμε εδώ και πολλά χρόνια σαφέστατα πρωτίστως οικονομικά. Όμως το υπονοείτε εύστοχα πως η οικονομική κρίση υπήρξε απότοκο μίας βαθιάς ηθικής κρίσης. Η ανοχή που επιδείχτηκε για παράδειγμα στη «νομιμοποίηση» προϊόντων πολιτιστικής υποκολτούρας με τις προσχηματικές δικαιολογίες της ανάγκης ο Έλληνας να διασκεδάσει επιτέλους. Σήμερα τίθεται εμφατικά και επιτακτικά το αίτημα μίας ριζικής αλλαγής των δομών, της νοοτροπίας, καθώς και του αξιακού πλαισίου μέσα στο οποίο οφείλουμε και εμείς οι ίδιοι να συν-διαμορφώνουμε, ως πανεπιστημιακοί δάσκαλοι και ως δημιουργοί ταυτόχρονα, το «συλλογικό σκέπτεσθαι». Ο Θάνος διευκρινίζει πως ό,τι κατονομάζεται συνήθως ως «ρήξη» συνιστά ουσιαστικά μία «διεύρυνση των ορίων», στην οποία οι σπόροι έχουν πέσει νωρίτερα. Δεν πρέπει να λησμονούμε να ρίχνουμε σπόρους και κάποια στιγμή οι «πρωτοπορίες» θα διευρύνουν τα όρια, θα προκύψουν ρήξεις και μετασχηματισμοί. Εάν αυτό το πούμε «έξοδο» από μία ηθική κρίση, νομίζω πως θα υπερβάλλουμε. Η προσωπική στάση στην καθημερινή μας ζωή συνιστά το ασφαλέστερο κριτήριο και εφόδιο στη διαρκή αντιπαράθεση με το «κακό».
–Οι δήθεν πολιτιστικές βιομηχανίες του καιρού μας τι σκοπό επιτελούν;
Ν.Φ: Στο σημείο αυτό, επιμείναμε πολύ, αφού και ο ίδιος ο Θ.Μ μάς πρόσφερε σημαντικές διαστάσεις και ανοιχτούς ορίζοντες βοηθώντας μας ουσιαστικά να συνθέσουμε την εμπειρία δεκαετιών ενός σημαντικού δημιουργού με τη θεωρητική ανάλυση στο πλαίσιο της Νεωτερικότητας. Και για να είμαστε ειλικρινείς η προσέγγιση αυτή έχει σαφείς αναφορές και επιρροές από την κριτική παράδοση του Δυτικού μαρξισμού κλπ. Οι πολιτιστικές βιομηχανίες αναπαράγουν τη μαζική κουλτούρα μέσω της τυποποίησης και της μετατροπής της καλλιτεχνικής δημιουργίας σε εμπόρευμα. Υπό την έννοια αυτή, συμβάλλουν σθεναρά στο μαρασμό της δημιουργικής και κριτικής σκέψης αφού μετατρέπουν την ελεύθερη καλλιτεχνική δράση σε τυποποιημένο εμπόρευμα. Αυτό επιφέρει σημαντικές συνέπειες στο ευρύτερο κοινωνικό και πολιτισμικό γίγνεσθαι αφού στοιχεία ριζοσπαστικά, ελευθεριακά ή ακόμα και φαντασιακά – ουτοπικά (αναγκαία στοιχεία για να εξελιχθεί μέσα από συγκρούσεις και ανατροπές μια κοινωνία) απενεργοποιούνται, αλλοτριώνονται και εν τέλει υποτάσσονται ή καταφάσκουν σε ένα μίζερο και αλλότριο «κοινωνικό Είναι» το οποίο εδράζεται στη κουλτούρα της βίας και της κυριαρχίας, στη στυγνή εκμετάλλευση, στην ημιμάθεια, στον αμοραλισμό, στην επικράτηση ενός χυδαίου και ψυχαναγκαστικού καταναλωτικού οράματος. Με απλά λόγια οι πολιτιστικές βιομηχανίες οι οποίες κατά κανόνα απευθύνονται στη διαχείριση και την οργάνωση του ελεύθερου χρόνου καταλαμβάνουν και ελέγχουν ένα σημαντικό τμήμα της ανθρώπινης δραστηριότητας, εξουδετερώνοντας κάθε ίχνος δημιουργικής φαντασίας, εναλλακτικής και ριζοσπαστικής προοπτικής. Υπό την έννοια αυτή χειραγωγούν σε μαζική κλίματα ένα ευρύ πεδίο της κοινωνικής συνείδησης συμβάλλοντας απερίφραστα στη σύγχυση, στον ιδεολογικό και πολιτικό έλεγχο των κοινωνικών πρακτικών.
–Βαρβαρότητα, ηγεμονία, ανισότητα, με τι απαντούν οι ποιητές
Ν.Φ: Οι ποιητές κατά την ταπεινή μου γνώμη δεν έχουν και δεν προσφέρουν έτοιμες λύσεις. Δεν ξέρω, αν είναι καν σε θέση να «αντανακλούν» πια το κοινωνικό γίγνεσθαι. Για το μόνο που είμαι βέβαιος -και προφανώς δεν μιλάω εξ’ ονόματος όλων των ποιητών – είναι πως ανησυχώ βαθιά και ταυτόχρονα αισθάνομαι αφόρητη την ηχηρή απουσία των δημόσιων διανοούμενων αφού η ιδιώτευση, η ψηφιακή μοναξιά, ο ναρκισσισμός και η φιλαυτία κερδίζουν διαρκώς έδαφος. Εξαιρέσεις θα υπάρχουν πάντα. Ωστόσο το συλλογικό υποκείμενο απουσιάζει. Για αυτό και η ανάγκη μας να κατατεθεί δημόσια η συνομιλία αυτή, υπήρξε μια απόλυτα συνειδητή επιλογή η οποία σηματοδοτεί ακριβώς το εγχείρημα του να εκτεθείς και να πάρεις δημόσια την ευθύνη ενός προτάγματος με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Αυτό άλλωστε πράττουμε και όταν γράφουμε και εκδίδουμε την ποίησή μας. Απλώς, εδώ επιλέξαμε να τοποθετηθούμε με διαφορετικό τρόπο απέναντι στην πραγματικότητα, οφείλοντας ένα μεγάλο «ευχαριστώ» στο Θ.Μ που όχι μόνο μας παρότρυνε γι αυτό, αλλά το μοιράστηκε μαζί μας.
-Μικρούτσικος, Κωτόπουλος, Φωτόπουλος, Φλώρινα, Μετσς, Σταυρός του Νότου…..Θέλουμε μια δημιουργικής γραφής ιστορία 100 λέξεων με τις παραπάνω λέξεις.
T.Κ: «Τον φίλο που μου χρωστούσε η ζωή» (του Νίκου αυτό, αλλά ισχύει στον υπερθετικό βαθμό και αντιστρόφως) τον συνάντησα στην εμπατή της ωριμότητάς μου, που λέει κι ο Καραγάτσης. Στη Φλώρινα κανά δυο χρόνια μετά τα 40 μου. Και στάθηκε για μένα αποκάλυψη αυτή η γνωριμία και δεσμός ζωής πια. Πανεπιστημιακοί, ποιητές, συνοδοιπόροι. Ευλογημένα χρόνια, αν κι ο Νίκος δεν πιστεύει, ίσως ούτε κι εγώ, σε παπάδες και διαβόλους. Όταν όμως μου γνώρισε τον Μικρούτσικο, είπα ότι απέκτησα τον «δάσκαλο που μου χρωστούσε η ζωή» (δικό μου αυτό, αλλά ξέρω πως αποτυπώνει στον υπερθετικό βαθμό και τα αισθήματα του Νίκου). Εκεί στο Μετσς, μας αγκάλιασε, μας τίμησε με τη φιλία και την παρέα του, μας δίδαξε το ήθος του, μας κοινώνησε την ανθρωπιά του. Η περίπτωση του Θάνου Μικρούτσικου δικαιώνει το πρότυπο αυτού που εμείς έχουμε στο μυαλό μας όταν αναφερόμαστε στον όρο «δημόσιος διανοούμενος». Ο Θ.Μ ξεπέρασε τη μουσική ως τεχνική και άγγιξε την ουσία της ολιστικά ως τέχνη, προωθώντας την στα άκρα… Και αυτή ακριβώς την ουσία επιχειρήσαμε στο βιβλίο αυτό να αναδείξουμε. Θάνο, σ’ ευχαριστούμε. Στο «Σταυρό του Νότου» πάντα θ΄ανταμώνουμε…»